- επινοητής
- ο (AM ἐπινοητής, θηλ. ἐπινοήτρια) [επινοώ]1. αυτός που επινοεί, ο εφευρέτης2. αυτός που δίνει προσοχή σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπινοητής — inventive person masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επινοητής — ο αυτός που επινοεί ή επινόησε, εφευρέτης, εφευρετικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπινοηταί — ἐπινοητής inventive person masc nom/voc pl ἐπινοητός conceivable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοητοῦ — ἐπινοητής inventive person masc gen sg ἐπινοητός conceivable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοητήν — ἐπινοητής inventive person masc acc sg (attic epic ionic) ἐπινοητός conceivable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ἐπινοητάς — ἐπινοητά̱ς , ἐπινοητής inventive person masc acc pl ἐπινοητά̱ς , ἐπινοητής inventive person masc nom sg (epic doric aeolic) ἐπινοητά̱ς , ἐπινοητός conceivable fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LANUVINA Villa — apud Iulian. Capitolin. in Antonino Pio, Ipse natus est in villa Lanuvina; educatus Lauri in Apulia, ubi postea Palatium exstruxit: sic dicta videtur Salmas. quod Lanuvio municipio vicina esset; e quo municipio originem duxisse Antonium Pium,… … Hofmann J. Lexicon universale
ευρετής — και ευρέτης, ο (ΑΜ εὑρετής, θηλ. εὑρέτις, ιδος) αυτός που εφευρίσκει, που ανακαλύπτει κάτι, ο επινοητής νεοελλ. αυτός που βρίσκει κάτι το οποίο ήταν χαμένο μσν. αρχ. (για τον διάβολο) ευρέτης τής αμαρτίας, αυτός που επινοεί τεχνάσματα για να… … Dictionary of Greek
κατασκευαστής — ο θηλ. κατασκευάστρια (AM κατασκευαστής, θηλ. κατασκευάστρια) [κατασκευάζω] 1. αυτός που κατασκευάζει, αυτός που δημιουργεί («κατασκευαστής επίπλων») 2. αυτός που μηχανεύεται κάτι, ο επινοητής, ο μηχανορράφος μσν. αρχ. ο προμηθευτής τών αναγκαίων … Dictionary of Greek